αἰσχρουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (pape replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br />[[felador]] κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249<br /><b class="num">•</b>[[indecente]] ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3. | |dgtxt=-όν<br />[[felador]] [[κοπροφάγος]] ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ [[κίναιδος]] Gal.12.249<br /><b class="num">•</b>[[indecente]] ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχρουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274. | |lstext='''αἰσχρουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ [[αἰσχροεργός]], ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:58, 4 January 2023
English (LSJ)
όν, obscene, Gal.12.249. Adv., Sup., D.C.79.3.
Spanish (DGE)
-όν
felador κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249
•indecente ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.
Greek Monolingual
-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].
German (Pape)
Schändliches tuend, Sp., wie DL. 7.187.