seguridad: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀβλάβεια]], [[ἀβλαβία]], [[ἄδεια]], [[ἀμεριμνία]], [[ἀπημονίη]], [[ἀπημοσύνη]], [[ἀρραβών]], [[ἀσαλέα]], [[ἀσυλία]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀσφάλειος]], [[ἀτρεμιότης]], [[ἀψεύδεια]], [[βεβαιότης]], [[γνῶμα]], [[διαβεβαίωσις]], [[εἰρήνη]], [[ἐκβεβαίωσις]], [[ἐκθάρρησις]], [[ἐκθάρσημα]], [[ἐνέγγυον]], [[τὸ ἀδεές]], [[τὸ ἀδιαμάρτητον]], [[τὸ ἀκίνδυνον]], [[τὸ ἀνεπιβούλευτον]], [[τὸ ἀσφαλές]], [[τὸ βέβαιον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 6 January 2023
Spanish > Greek
ἀβλάβεια, ἀβλαβία, ἄδεια, ἀμεριμνία, ἀπημονίη, ἀπημοσύνη, ἀρραβών, ἀσαλέα, ἀσυλία, ἀσφάλεια, ἀσφάλειος, ἀτρεμιότης, ἀψεύδεια, βεβαιότης, γνῶμα, διαβεβαίωσις, εἰρήνη, ἐκβεβαίωσις, ἐκθάρρησις, ἐκθάρσημα, ἐνέγγυον, τὸ ἀδεές, τὸ ἀδιαμάρτητον, τὸ ἀκίνδυνον, τὸ ἀνεπιβούλευτον, τὸ ἀσφαλές, τὸ βέβαιον