βαλανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des dattes.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui produit des dattes]].<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνηφόρος Medium diacritics: βαλανηφόρος Low diacritics: βαλανηφόρος Capitals: ΒΑΛΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: balanēphóros Transliteration B: balanēphoros Transliteration C: valaniforos Beta Code: balanhfo/ros

English (LSJ)

ον, bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.

Spanish (DGE)

-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.

German (Pape)

[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανηφόρος -ον βάλανος, φέρω dadels dragend.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνηφόρος: приносящий финики (φοίνικες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.

Greek Monolingual

βαλανηφόρος, -ον (Α)
εκείνος που παράγει βαλανίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

βᾰλᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φέρω
bearing dates, Hdt.