δειραχθής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />lourd au cou.<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[ἄχθος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[lourd au cou]].<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[ἄχθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, heavy on the neck, ἅμμα AP6.179 (Arch.):
Spanish (DGE)
-ές que aprieta el cuello, ἅμμα AP 6.179 (Arch.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lourd au cou.
Étymologie: δειρή, ἄχθος.
Russian (Dvoretsky)
δειραχθής: обременяющий шею (Anth. - v.l. δειραγχής).
Greek (Liddell-Scott)
δειραχθής: -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, ἔνθα ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, πνιγηρός.
Greek Monolingual
δειραχθής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»].
Greek Monotonic
δειραχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.