χοροιθαλής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui fleurit dans les chœurs.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[θάλλω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui fleurit dans les chœurs]].<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[θάλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροιθᾰλής Medium diacritics: χοροιθαλής Low diacritics: χοροιθαλής Capitals: ΧΟΡΟΙΘΑΛΗΣ
Transliteration A: choroithalḗs Transliteration B: choroithalēs Transliteration C: choroithalis Beta Code: xoroiqalh/s

English (LSJ)

ές, flourishing in the dance, κοῦραι AP6.287 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1366] ές, im Chore prangend, κοῦραι Antp. Sid. 23 (VI, 287).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fleurit dans les chœurs.
Étymologie: χορός, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

χοροιθαλής: блистающий в хороводах (κοῦραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χοροιθᾰλής: -ές, ὁ θάλλων, διαπρέπων ἐν τῷ χορῷ, χοροιθαλέας κούρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 287.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που διαπρέπει στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει-θαλής. Η χρησιμοποίηση της τοπικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

χοροιθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που διαπρέπει στο χορό, σε Ανθ.

Middle Liddell

χοροι-θᾰλής, ές θάλλω
flourishing in the dance, Anth.