Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄλειαρ: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0091.png Seite 91]] ατος, τό ί[[ἀλέω]]), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ [[ἀλείατα]]; – vgl. [[ἄλευρον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0091.png Seite 91]] ατος, τό [[ἀλέω]]), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ [[ἀλείατα]]; – vgl. [[ἄλευρον]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[farine de froment]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλειαρ:''' ατος (ᾰλ) τό мука, преимущ. пшеничная (ἄλφιτα καὶ [[ἀλείατα]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλειαρ''': -ατος, τό, ποιητ. ([[ἀλέω]]), [[ἄλευρον]] [[κυρίως]] ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. [[ἄλευρον]].
|lstext='''ἄλειαρ''': -ατος, τό, ποιητ. ([[ἀλέω]]), [[ἄλευρον]] [[κυρίως]] ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. [[ἄλευρον]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />farine de froment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλειαρ]] (-ατος), το (Α)<br />[[συνήθως]] στον πληθ. <i>τά [[ἀλείατα]]<br />[[αλεύρι]] από [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλληλος]] τ. [[ἄλεαρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄλε</i>-<i>Fαρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»), με [[μετρική]] [[έκταση]]<br />[[επίσης]] και ο τ. του πληθ. [[ἀλείατα]] <span style="color: red;"><</span> [[παράλληλος]] τ. <i>ἀλέατα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλέ</i>-<i>Fατα</i>), με [[μετρική]] [[έκταση]]].
|mltxt=[[ἄλειαρ]] (-ατος), το (Α)<br />[[συνήθως]] στον πληθ. τά [[ἀλείατα]]<br />[[αλεύρι]] από [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλληλος]] τ. [[ἄλεαρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄλε</i>-<i>Fαρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»), με [[μετρική]] [[έκταση]]<br />[[επίσης]] και ο τ. του πληθ. [[ἀλείατα]] <span style="color: red;"><</span> [[παράλληλος]] τ. <i>ἀλέατα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλέ</i>-<i>Fατα</i>), με [[μετρική]] [[έκταση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλειαρ:''' ατος (ᾰλ) τό мука, преимущ. пшеничная (ἄλφιτα καὶ [[ἀλείατα]] Hom.).
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 91] ατος, τό ἀλέω), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα; – vgl. ἄλευρον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλειαρ: ατος (ᾰλ) τό мука, преимущ. пшеничная (ἄλφιτα καὶ ἀλείατα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλειαρ: -ατος, τό, ποιητ. (ἀλέω), ἄλευρον κυρίως ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. ἄλευρον.

Greek Monolingual

ἄλειαρ (-ατος), το (Α)
συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα
αλεύρι από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< ἄλε-Fαρ < ἀλῶ «αλέθω»), με μετρική έκταση
επίσης και ο τ. του πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< ἀλέ-Fατα), με μετρική έκταση].