κρεάδιον: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[petit morceau de chair]], [[de viande]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]].
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. von [[κρέας]], <i>ein [[Stückchen]] [[Fleisch]]</i>; Ar. <i>Plut</i>. 227; Alexis bei Ath. III.107c; [[verächtlich]], Xen. <i>Cyr</i>. 1.4.13. – Aber auch = [[κρέας]], Ael. <i>H.A</i>. 2.47.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεάδιον''': ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κρέας]], [[τεμάχιον]] κρέατος, «ἕνα κομματάκι [[κρέας]]», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ [[ταρίχιον]] Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.
|lstext='''κρεάδιον''': ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κρέας]], [[τεμάχιον]] κρέατος, «ἕνα κομματάκι [[κρέας]]», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ [[ταρίχιον]] Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de chair, de viande.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 10: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of [[κρέας]],]<br />a [[morsel]] of [[meat]], [[slice]] of [[meat]], Ar., Xen.
|mdlsjtxt=κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of [[κρέας]],]<br />a [[morsel]] of [[meat]], [[slice]] of [[meat]], Ar., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de chair, de viande.
Étymologie: dim. de κρέας.

German (Pape)

τό, dim. von κρέας, ein Stückchen Fleisch; Ar. Plut. 227; Alexis bei Ath. III.107c; verächtlich, Xen. Cyr. 1.4.13. – Aber auch = κρέας, Ael. H.A. 2.47.

Russian (Dvoretsky)

κρεάδιον: (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάδιον: ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, «ἕνα κομματάκι κρέας», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.

Greek Monolingual

κρεᾴδιον, τὸ (AM)
μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. ζυγάδιον, κηπάδιον)].

Greek Monotonic

κρεάδιον: [ᾱ], τό, υποκορ. του κρέας, τεμάχιο κρέατος, κομμάτι κρέας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of κρέας,]
a morsel of meat, slice of meat, Ar., Xen.