λαισήϊον: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάσιος]].
|btext=ου (τό) :<br />[[peau velue servant de bouclier]], [[petit bouclier de cuir]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάσιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαισήϊον Medium diacritics: λαισήϊον Low diacritics: λαισήϊον Capitals: ΛΑΙΣΗΪΟΝ
Transliteration A: laisḗïon Transliteration B: laisēion Transliteration C: laisiion Beta Code: laish/i+on

English (LSJ)

τό, animal's skin with hair left on, used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Il.5.453 = 12.426, cf. Scol.28.2: used by the Cilicians, Hdt.7.91.

German (Pape)

[Seite 7] τό, eine Art Schild, Tartsche, von ἀσπίς unterschieden, wie Il. 12, 426 βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα neben einander stehen; vgl. scol. bei Ath. XV, 695 f; Her. bemerkt 7, 91 von den Kilikiern λαισήϊα εἶχον ἀντ' ἀσπίδων, ὠμοβοέης πεποιημένα; dah. einige alte Grammatiker es von λάσιος ableiten wollten, während Andere an λαιός denken, mit der linken Hand getragen, schwerlich richtig.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.
Étymologie: cf. λάσιος.

Greek Monolingual

λαισήιον, τὸ (Α)
είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ-ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].

Greek Monotonic

λαισήϊον: τό (λάσιος), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης ἀσπίδος, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λαισήϊον: τό маленький щит (из невыделанной и покрытой шерстью кожи) (πτερόεν Hom.; λαισήϊα ὠμοβοέης πεποιημένα Her.).