προσκλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
|btext=ή, όν :<br />[[qui sert à appeler]], [[qui appelle]].<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλητικός Medium diacritics: προσκλητικός Low diacritics: προσκλητικός Capitals: ΠΡΟΣΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosklētikós Transliteration B: prosklētikos Transliteration C: prosklitikos Beta Code: prosklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.

German (Pape)

[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).