χρησμῳδικός: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les oracles, prophétique.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμῳδός]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les oracles]], [[prophétique]].<br />'''Étymologie:''' [[χρησμῳδός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, oracular, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς Eust.45.39.
German (Pape)
[Seite 1375] ή, όν, dem Orakelsänger gehörig, ihm eigen, prophetisch, Luc. Alex. 22, adv. χρησμῳδικῶς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les oracles, prophétique.
Étymologie: χρησμῳδός.
Russian (Dvoretsky)
χρησμῳδικός: прорицательский (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, Λουκ. Ἀλέξ. 22. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 45. 39.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χρησμῳδός
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός.
επίρρ...
χρησμῳδικῶς Μ
με χρησμῳδικό τρόπο.
Greek Monotonic
χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, σε Λουκ.
Middle Liddell
χρησμῳδικός, ή, όν
oracular, Luc. [from χρησμῳδός