χολερικός: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />malade du choléra, cholérique.<br />'''Étymologie:''' [[χολέρα]].
|btext=ή, όν :<br />[[malade du choléra]], [[cholérique]].<br />'''Étymologie:''' [[χολέρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολερικός Medium diacritics: χολερικός Low diacritics: χολερικός Capitals: ΧΟΛΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: cholerikós Transliteration B: cholerikos Transliteration C: cholerikos Beta Code: xoleriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or like cholera, (πάθεα) Hp.Epid.7.82, cf. S.E.P.1.131. 2 of persons, suffering from cholera, Dsc.4.4, Gal.6.564, Plu.2.831b. 3 χολερικῇ ληφθῆναι to be attacked by cholera, D.L.6.76. 4 liable to produce cholera, Xenocr. ap. Orib.2.58.84.

German (Pape)

[Seite 1363] zur Krankheit χολέρα gehörig, sie betreffend, an ihr leidend, Plut. de vit. aer. al. 7. – Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφθῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein, D. L. 6, 76.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
malade du choléra, cholérique.
Étymologie: χολέρα.

Russian (Dvoretsky)

χολερικός: II ὁ больной холерой Plut.
холерный или похожий на холеру (πάθη Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

χολερικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς χολέραν ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, πάθεα Ἱππ. 1230Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 131. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ πάσχων ἐκ χολέρας, Διοσκ. 4. 4, Πλούτ. 2. 831Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐντεῦθεν, χ. ληφθῆναι, προσβληθῆναι ὑπὸ χολέρας, Διογ. Λαέρτ. 6. 76.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χολερικός, -ή, -όν, ΝΑ χολέρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῖν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα
3. ως ουσ. άτομο χολερικής ιδιοσυγκρασίας
νεοελλ.
φρ. «χολερική ιδιοσυγκρασία» — τύπος ιδιοσυγκρασίας κατά την οποία το άτομο είναι ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς.
επίρρ...
χολερικῶς Α
φρ. «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από χολέρα (Διογ. Λαέρ.).