ἀσυγκέραστος: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non modéré, non tempéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συγκεράννυμι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[non modéré]], [[non tempéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συγκεράννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).
Spanish (DGE)
-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.
German (Pape)
[Seite 379] ungemischt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: ἀ, συγκεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκέραστος: не смешанный в надлежащей пропорции, т. е. неупорядоченный (φύσις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.
Greek Monotonic
ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.
Middle Liddell
συγκεράννυμι
unmixed, Anth.