ἑτεροδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] der Anderes lehrt, Irrlehrer, Euseb.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] der Anderes lehrt, Irrlehrer, Euseb.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui enseigne une autre]], [[une fausse doctrine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[διδάσκαλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροδιδάσκαλος]], ὁ (Α)<br />αυτός που δεν διδάσκει την [[αλήθεια]], ο [[αιρετικός]] («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεροδιδάσκαλος:''' ὁ, αυτός που διδάσκει [[κάτι]] λανθασμένο, [[αιρετικός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερο-[[διδάσκαλος]], ὁ,<br />one who teaches [[error]].
}}
}}

Latest revision as of 19:14, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1048] der Anderes lehrt, Irrlehrer, Euseb.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἕτερος, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

ἑτεροδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που δεν διδάσκει την αλήθεια, ο αιρετικός («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).

Greek Monotonic

ἑτεροδιδάσκαλος: ὁ, αυτός που διδάσκει κάτι λανθασμένο, αιρετικός.

Middle Liddell

ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ,
one who teaches error.