διαχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0613.png Seite 613]] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />[[s'entrouvrir]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαχαίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[разевать пасть]] (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[раскрываться]] (ἡ [[κόγχη]] διακεχῃνυῖα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχαίνω''': [[διαχάσκω]], [[λίαν]] [[χαίνω]], Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.
|lstext='''διαχαίνω''': [[διαχάσκω]], [[λίαν]] [[χαίνω]], Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διέχανον, <i>pf.</i> διακέχηνα;<br />s’entrouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 13: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαχαίνω]] (Α)<br />έχω ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]].
|mltxt=[[διαχαίνω]] (Α)<br />έχω ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαχαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разевать пасть]] (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[раскрываться]] (ἡ [[κόγχη]] διακεχῃνυῖα Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s'entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διαχαίνω:
1 разевать пасть (οἱ κροκόδειλοι διαχανόντες Plut.);
2 раскрываться (ἡ κόγχη διακεχῃνυῖα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse ἀρτίσκον Hp.Steril.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.HP 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος Gp.4.12.15
tb. en v. med.-pas. (ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.in Phd.166.

Greek Monolingual

διαχαίνω (Α)
έχω ανοιχτό το στόμα, χάσκω.