κλιβανεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κλιβανεύς | |||
|Medium diacritics=κλιβανεύς | |||
|Low diacritics=κλιβανεύς | |||
|Capitals=ΚΛΙΒΑΝΕΥΣ | |||
|Transliteration A=klibaneús | |||
|Transliteration B=klibaneus | |||
|Transliteration C=klivanefs | |||
|Beta Code=klibaneu/s | |||
|Definition=v. [[κριβανεύς]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80. | ||
Line 4: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑβανεύς''': κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-. | |lstext='''κλῑβανεύς''': κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κλιβανεύς]] και [[κριβανεύς]]) [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]]<br />αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το [[ψήσιμο]] του ψωμιού και τών φαγητών, [[αρτοποιός]] («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:38, 10 January 2023
English (LSJ)
v. κριβανεύς.
German (Pape)
[Seite 1452] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑβανεύς: κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.
Greek Monolingual
ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) κλίβανος ή κρίβανος
αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο του ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).