προσαράζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(34)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προσαράσσω]] ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [[αράζω]] / [[ἀράσσω]]]]<br />(για [[πλοίο]]) [[προσκρούω]] ή [[κάθομαι]] [[επάνω]] σε ύφαλο ή αβαθή και [[συνήθως]] αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ωθώ ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσαράσσομαι</i><br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προσαράσσω]] τινὶ τὰς θύρας» ή «[[προσαράσσω]] εἰς τὸ [[μέτωπον]] τὴν θύραν» — [[κλείνω]] με [[ορμή]] και με θόρυβο την πόρτα στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
|mltxt=[[προσαράσσω]] ΝΜΑ, και αττ. τ. [[προσαράττω]] Α [[αράζω]] / [[ἀράσσω]]<br />(για [[πλοίο]]) [[προσκρούω]] ή [[κάθομαι]] [[επάνω]] σε ύφαλο ή αβαθή και [[συνήθως]] αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ωθώ ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσαράσσομαι</i><br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προσαράσσω]] τινὶ τὰς θύρας» ή «[[προσαράσσω]] εἰς τὸ [[μέτωπον]] τὴν θύραν» — [[κλείνω]] με [[ορμή]] και με θόρυβο την πόρτα στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
}}
}}

Latest revision as of 18:44, 10 January 2023

Greek Monolingual

προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α αράζω / ἀράσσω
(για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)
μσν.-αρχ.
ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή
αρχ.
1. προσεγγίζω, πλησιάζω
2. παθ. προσαράσσομαι
πέφτω πάνω σε κάτι («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», Ιώσ.)
3. φρ. «προσαράσσω τινὶ τὰς θύρας» ή «προσαράσσω εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν» — κλείνω με ορμή και με θόρυβο την πόρτα στο πρόσωπο κάποιου.