συμφόρως: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, [[χρ...) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{WoodhouseAdverbsReversed | |||
|woodadr=(see also: [[σύμφορος]]) [[beneficially]], [[suitably]] | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avantageusement, utilement;<br /><i>Cp.</i> συμφορώτερον, <i>Sp.</i> συμφορώτατα.<br />'''Étymologie:''' [[σύμφορος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />avantageusement, utilement;<br /><i>Cp.</i> συμφορώτερον, <i>Sp.</i> συμφορώτατα.<br />'''Étymologie:''' [[σύμφορος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφόρως:''' [[полезно]], [[с пользой]]: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[usefully]]=== | |||
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:08, 12 March 2023
English (Woodhouse)
(see also: σύμφορος) beneficially, suitably
French (Bailly abrégé)
adv.
avantageusement, utilement;
Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.
Étymologie: σύμφορος.
Russian (Dvoretsky)
συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente