συγγραμματοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)φύλαξ" to "Full diacritics=$1φῠ́λᾰξ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=συγγραμμᾰτοφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=συγγραμματοφύλαξ | |Medium diacritics=συγγραμματοφύλαξ | ||
|Low diacritics=συγγραμματοφύλαξ | |Low diacritics=συγγραμματοφύλαξ |
Revision as of 20:20, 16 April 2023
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.
German (Pape)
[Seite 962] ακος, ὁ, Schriftbewahrer, bei Suid. Erkl. von ῥητροφύλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγραμμᾰτοφύλαξ: ὁ φύλαξ συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. ῥητροφύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].