ἐξάλειψις: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] ἡ, das Auslöschen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] ἡ, das [[Auslöschen]], Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξάλειψις''': -εως, ἡ, [[ἐξαφάνισις]], [[καταστροφή]], ἐξάλειψίς σου ἡ [[ἡμέρα]] [[ἐκείνη]] Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 11)· ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν Ἰεζεκ. Θ΄, 6. | |lstext='''ἐξάλειψις''': -εως, ἡ, [[ἐξαφάνισις]], [[καταστροφή]], ἐξάλειψίς σου ἡ [[ἡμέρα]] [[ἐκείνη]] Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 11)· ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν Ἰεζεκ. Θ΄, 6. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 27 April 2023
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, A whitewashing, τοῦ ἀποδυτηρίου BCH23.566 (Delph., iii B.C.). II blotting out, destruction, LXX Mi.7.11, al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 enlucido, revoque, enjalbegado γᾶς λευ[κ] ᾶς ἐν τὰν ἐξάλειψιν τοῦ ἀποδυτηρίου CID 2.139.21, cf. 19 (III a.C.).
2 borradura, tachadura ὡς ... τὰς ... ἀπογραφὰς μικροῦ δεῖν παντελῆ παθεῖν ἐξάλειψιν Eus.HE 9.8.5.
3 destrucción, exterminio ἐ. σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη LXX Mi.7.11, νεανίσκον, καὶ παρθένον ... καὶ γυναῖκας ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν LXX Ez.9.6, cf. Gr.Nyss.M.46.224A, Pall.V.Chrys.18.137, οὐκ ἂν δοίην εἰς ἐξάλειψιν ... τὸν Ἐφραΐμ Cyr.Al.M.71.273A, cf. Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1316D.
4 fig. purificación τὸ λουτρὸν ἐ. (ἐστιν) ref. a los pecados, Gr.Naz.M.37.1200A.
German (Pape)
[Seite 866] ἡ, das Auslöschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάλειψις: -εως, ἡ, ἐξαφάνισις, καταστροφή, ἐξάλειψίς σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 11)· ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν Ἰεζεκ. Θ΄, 6.