θησαυροφυλάκιον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θησαυροφῠλάκιον''': τό, [[τόπος]] ἢ [[δωμάτιον]] [[ἔνθα]] φυλάττεται ὁ [[θησαυρός]], [[ταμεῖον]], Ἀρτεμίδ. 1. 74, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 10. | |lstext='''θησαυροφῠλάκιον''': τό, [[τόπος]] ἢ [[δωμάτιον]] [[ἔνθα]] φυλάττεται ὁ [[θησαυρός]], [[ταμεῖον]], Ἀρτεμίδ. 1. 74, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[θησαυροφυλάκιον]]) [[θησαυροφύλακας]]<br />το [[μέρος]] όπου φυλάγεται [[θησαυρός]] («το [[θησαυροφυλάκιο]] της τράπεζας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σε μερικές χώρες, [[κυρίως]] στην Αγγλία) το [[υπουργείο]] τών οικονομικών («[[πρώτος]] [[λόρδος]] του θησαυροφυλακίου» — [[τίτλος]] ο [[οποίος]] δίνεται [[συνήθως]] στον πρωθυπουργό στην Αγγλία). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 3 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], τό, treasury, Artem. 1.74, Them.Or.7.91d.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, Schatzkammer, Sp., wie Artemid. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
θησαυροφῠλάκιον: τό, τόπος ἢ δωμάτιον ἔνθα φυλάττεται ὁ θησαυρός, ταμεῖον, Ἀρτεμίδ. 1. 74, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 10.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θησαυροφυλάκιον) θησαυροφύλακας
το μέρος όπου φυλάγεται θησαυρός («το θησαυροφυλάκιο της τράπεζας»)
νεοελλ.
(σε μερικές χώρες, κυρίως στην Αγγλία) το υπουργείο τών οικονομικών («πρώτος λόρδος του θησαυροφυλακίου» — τίτλος ο οποίος δίνεται συνήθως στον πρωθυπουργό στην Αγγλία).