λογοκρισία: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />ο ασκούμενος από ειδική κρατική [[υπηρεσία]] [[προληπτικός]] [[έλεγχος]] στο [[περιεχόμενο]] εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας [[καθώς]] και τών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κριτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=η<br />ο ασκούμενος από ειδική κρατική [[υπηρεσία]] [[προληπτικός]] [[έλεγχος]] στο [[περιεχόμενο]] εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας [[καθώς]] και τών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κριτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), [[πρβλ]]. [[κακοκρισία]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>censure</i>, και μαρτυρείται από το 1826 στον Αδαμάντιο Κοραή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
Greek Monolingual
η
ο ασκούμενος από ειδική κρατική υπηρεσία προληπτικός έλεγχος στο περιεχόμενο εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας καθώς και τών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censure, και μαρτυρείται από το 1826 στον Αδαμάντιο Κοραή].