λεώβατος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεώβατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[λεωφόρος]], [[οδός]]<br /><b>2.</b> «ἰχθὒς [[σελαχώδης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>ηλιό</i>-<i>βατος</i><br />με τη σημ. 2 η λ. [[είναι]] πιθ. [[άλλος]] τ. του [[λειόβατος]], [[είδος]] ιχθύος].
|mltxt=[[λεώβατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[λεωφόρος]], [[οδός]]<br /><b>2.</b> «ἰχθὒς [[σελαχώδης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ηλιόβατος]]<br />με τη σημ. 2 η λ. [[είναι]] πιθ. [[άλλος]] τ. του [[λειόβατος]], [[είδος]] ιχθύος].
}}
}}

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεώβατος Medium diacritics: λεώβατος Low diacritics: λεώβατος Capitals: ΛΕΩΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leṓbatos Transliteration B: leōbatos Transliteration C: leovatos Beta Code: lew/batos

English (LSJ)

ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.

German (Pape)

[Seite 37] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λεώβατος: (δηλ. ὁδός), ἡ, λεωφόρος, Ἡσύχ. 2) ἰχθὺς σελαχώδης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιόβατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. του λειόβατος, είδος ιχθύος].