λινεργής: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινεργής]] και [[λινοεργής]], -ές (Α)<br />υφασμένος από [[λίνο]], λινοΰφαντος, [[λινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>δολο</i>-<i>εργής</i>, [[λιθο]]-<i>εργής</i>].
|mltxt=[[λινεργής]] και [[λινοεργής]], -ές (Α)<br />υφασμένος από [[λίνο]], λινοΰφαντος, [[λινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δολοεργής]], [[λιθο]]-<i>εργής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινεργής Medium diacritics: λινεργής Low diacritics: λινεργής Capitals: ΛΙΝΕΡΓΗΣ
Transliteration A: linergḗs Transliteration B: linergēs Transliteration C: linergis Beta Code: linergh/s

English (LSJ)

ές, wrought of flax, Lyc.716, D.P.1116.

German (Pape)

[Seite 49] ές, aus Flachs gemacht, leinen; κλῶσις, Lycophr. 716; D. Per. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεργής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ λίνου, Λυκόφρ. 716, Διον. Π. 1116.

Greek Monolingual

λινεργής και λινοεργής, -ές (Α)
υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -εργής (< ἔργον), πρβλ. δολοεργής, λιθο-εργής].