λοιδοριστής: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοιδοριστής]], ὁ (Α)<br />[[υβριστής]], [[κακολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Λοιδοριστής</i> [[αντί]] του ορθτ. <i>λοιδορητής</i> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]] [[κατά]] τα παρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]]. <i>υβρ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=[[λοιδοριστής]], ὁ (Α)<br />[[υβριστής]], [[κακολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Λοιδοριστής</i> [[αντί]] του ορθτ. <i>λοιδορητής</i> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]] [[κατά]] τα παρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]]. [[υβρισ]]-<i>της</i>)].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Schmähende]]</i>, Hesych. v. Κόβειρος.
|ptext=ὁ, <i>der [[Schmähende]]</i>, Hesych. v. Κόβειρος.
}}
}}

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδοριστής Medium diacritics: λοιδοριστής Low diacritics: λοιδοριστής Capitals: ΛΟΙΔΟΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: loidoristḗs Transliteration B: loidoristēs Transliteration C: loidoristis Beta Code: loidoristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = λοίδορος (railing, abusive, railer), Hsch. s.v. κόβειρος.

Greek Monolingual

λοιδοριστής, ὁ (Α)
υβριστής, κακολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λοιδοριστής αντί του ορθτ. λοιδορητής < λοιδορώ κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. υβρισ-της)].

German (Pape)

ὁ, der Schmähende, Hesych. v. Κόβειρος.