λαβρηγορώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(22)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαβρηγορώ]], -έω (Μ)<br />[[λαβραγορώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορώ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ηγόρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-<i>ηγορώ</i>, [[παρηγορώ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[λαβρηγορώ]], -έω (Μ)<br />[[λαβραγορώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορώ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ηγόρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]), [[πρβλ]]. [[δημηγορώ]], [[παρηγορώ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

λαβρηγορώ, -έω (Μ)
λαβραγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -ηγορώ (< -ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημηγορώ, παρηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].