κατοικητήριο: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κατοικητήριον]])<br />ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], ο [[τόπος]] διαμονής, η [[κατοικία]] (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οικητήριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήριον]] <span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήρ]]), [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>οικητήριον</i>].
|mltxt=το (AM [[κατοικητήριον]])<br />ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], ο [[τόπος]] διαμονής, η [[κατοικία]] (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οικητήριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήριον]] <span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήρ]]), [[πρβλ]]. [[ενοικητήριον]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (AM κατοικητήριον)
ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. ενοικητήριον].