μόνανδρος: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνανδρος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[άνθη]]) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μόνανδρος]]<br />η [[γυναίκα]] που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>)<i>ο</i>)- -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνανδρος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[άνθη]]) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μόνανδρος]]<br />η [[γυναίκα]] που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>)<i>ο</i>)- -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. [[φίλανδρος]]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνανδρος Medium diacritics: μόνανδρος Low diacritics: μόνανδρος Capitals: ΜΟΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: mónandros Transliteration B: monandros Transliteration C: monandros Beta Code: mo/nandros

English (LSJ)

ἡ, having but one husband, IG12(3).912 (Thera), 14.191 (Syracuse).

German (Pape)

[Seite 201] einen Mann habend, Io. Chrys.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνανδρος -ον)
νεοελλ.
για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.μόνανδρος
η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο)- -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλανδρος].