μόνανδρος
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, having but one husband, Lat. unovirus, IG12(3).912 (Thera), 14.191 (Syracuse).
German (Pape)
[Seite 201] einen Mann habend, Io. Chrys.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μόνανδρος -ον)
νεοελλ.
για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος
η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο)- -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλανδρος].