μητρανοίκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητρανοίκτης]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη [[διάνοιξη]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μήτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανοίκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανοίγω]]), [[πρβλ]]. <i>θηρ</i>-<i>ανοίκτης</i>].
|mltxt=[[μητρανοίκτης]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη [[διάνοιξη]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μήτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανοίκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανοίγω]]), [[πρβλ]]. [[θηρανοίκτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρανοίκτης Medium diacritics: μητρανοίκτης Low diacritics: μητρανοίκτης Capitals: ΜΗΤΡΑΝΟΙΚΤΗΣ
Transliteration A: mētranoíktēs Transliteration B: mētranoiktēs Transliteration C: mitranoiktis Beta Code: mhtranoi/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, instrument for opening the womb, Hermes 38.282.

Greek (Liddell-Scott)

μητρανοίκτης: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς ἄνοιξιν τῆς μήτρας, Ἰατρ.

Greek Monolingual

μητρανοίκτης, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. θηρανοίκτης].