νερουλός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[νερουλός]], -ή, -όν)<br />αυτός που περιέχει πολύ [[νερό]] ή ο [[ρευστός]] σαν [[νερό]], [[υδαρής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, [[πλαδαρός]], νερουλιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νερό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ουλός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[νερουλός]], -ή, -όν)<br />αυτός που περιέχει πολύ [[νερό]] ή ο [[ρευστός]] σαν [[νερό]], [[υδαρής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, [[πλαδαρός]], νερουλιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νερό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ουλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[βαθουλός]], [[παχουλός]])]. | ||
}} | }} |