Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλογιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(39)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῑς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>, <i>ὑποβολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῖς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐπιστολιμαῖος]], [[ὑποβολιμαῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:28, 8 May 2023

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολιμαῖος, ὑποβολιμαῖος)].