μυλόεις: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ( | |mltxt=[[μυλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[πυργόεις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 8 May 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, made of a millstone, στέρνον θυείης Nic.Th.91; μ. λίθος Nonn.D.5.45.
German (Pape)
[Seite 217] εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι θυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίθος, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.
Greek Monolingual
μυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -όεις (πρβλ. πυργόεις)].