νοστιμάδα: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[νοστιμάδα]])<br />ευχάριστη [[γεύση]], [[νοστιμιά]] («το [[αλάτι]] δίνει [[νοστιμάδα]] στα φαγητά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />θελκτικότητα και [[χάρη]], [[κομψότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ψυχική ή πνευματική [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόστιμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φρονιμ</i>-<i>άδα</i>)].
|mltxt=η (Μ [[νοστιμάδα]])<br />ευχάριστη [[γεύση]], [[νοστιμιά]] («το [[αλάτι]] δίνει [[νοστιμάδα]] στα φαγητά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />θελκτικότητα και [[χάρη]], [[κομψότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ψυχική ή πνευματική [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόστιμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> ([[πρβλ]]. [[φρονιμάδα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:41, 8 May 2023

Greek Monolingual

η (Μ νοστιμάδα)
ευχάριστη γεύση, νοστιμιά («το αλάτι δίνει νοστιμάδα στα φαγητά»)
νεοελλ.
θελκτικότητα και χάρη, κομψότητα
μσν.
μτφ. ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. φρονιμάδα)].