ολοσώματος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλοσώματος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με όλο το [[σώμα]], [[ολόσωμος]]<br /><b>2.</b> (για [[εικόνα]] ή [[άγαλμα]]) αυτός που απεικονίζει [[ολόκληρο]] το [[σώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήρης]], [[ολόκληρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σώματος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλοσώματος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με όλο το [[σώμα]], [[ολόσωμος]]<br /><b>2.</b> (για [[εικόνα]] ή [[άγαλμα]]) αυτός που απεικονίζει [[ολόκληρο]] το [[σώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήρης]], [[ολόκληρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i> ([[πρβλ]]. [[μεγαλοσώματος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοσώματος, -ον)
1. σχετικός με όλο το σώμα, ολόσωμος
2. (για εικόνα ή άγαλμα) αυτός που απεικονίζει ολόκληρο το σώμα
μσν.
πλήρης, ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σῶμα, -ατος (πρβλ. μεγαλοσώματος)].