τσίνορο: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(42) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και τσίνουρο, το, Ν<br /><b> | |mltxt=[[τσύνορο]] και [[τσίνορο]] και [[τσύνουρο]] και [[τσίνουρο]], το, Ν<br />[[βλεφαρίδα]], [[ματόκλαδο]], [[ματοτσύνορο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. [[κύναρος]] «[[είδος]] αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη [[χρήση]] λ. σχετικών με φυτά [[πρβλ]]. [[ματόκλαδο]], [[ματόφυλλο]]). Έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι η λ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. [[ματοτσύνορο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:34, 8 May 2023
Greek Monolingual
τσύνορο και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν
βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματόκλαδο, ματόφυλλο). Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από το σύνθ. ματοτσύνορο].