τσίνουρο

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

τσύνορο και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν
βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματόκλαδο, ματόφυλλο). Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από το σύνθ. ματοτσύνορο].