Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσίνουρο

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

τσύνορο και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν
βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματόκλαδο, ματόφυλλο). Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από το σύνθ. ματοτσύνορο].