ολβιοδαίμων: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλβιοδαίμων]], -όνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει καλή [[τύχη]] από τον θεό, [[ευτυχισμένος]], [[καλότυχος]] («ὦ [[μάκαρ]] Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ( | |mltxt=[[ὀλβιοδαίμων]], -όνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει καλή [[τύχη]] από τον θεό, [[ευτυχισμένος]], [[καλότυχος]] («ὦ [[μάκαρ]] Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. [[κακοδαίμων]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀλβιοδαίμων, -όνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει καλή τύχη από τον θεό, ευτυχισμένος, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δαίμων (πρβλ. κακοδαίμων)].