ὀλβιοδαίμων
εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, of blessed lot, Il.3.182.
German (Pape)
[Seite 318] ονος, ὁ, von glücklichem Schicksale, glückselig, Il. 3, 182.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
heureux, fortuné.
Étymologie: ὄλβιος, δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβιοδαίμων: 2, gen. ονος овеянный счастьем, счастливый, блаженный Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιοδαίμων: -ονος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἔχων καλὸν δαίμονα, εὐδαίμων, μακάριος, «καλότυχος», ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον Ἰλ. Γ. 182. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157.
English (Autenrieth)
blessed by the deity, Il. 3.182†.
Greek Monolingual
ὀλβιοδαίμων, -όνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει καλή τύχη από τον θεό, ευτυχισμένος, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δαίμων (πρβλ. κακοδαίμων)].
Greek Monotonic
ὀλβιοδαίμων: -ονος, ὁ και ἡ, καλότυχος, μακάριος, σε Ομήρ. Ιλ.