σιδηροθώραξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει σιδερένιο θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θώραξ]], -<i>ακος</i> ( | |mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει σιδερένιο θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θώραξ]], -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[ἀργυροθώραξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 8 May 2023
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ, with iron breastplate, Sch.D Il.2.47, 3.131.
German (Pape)
[Seite 879] ακος, mit eisernem Brustpanzer, Schol. Il. 2, 47. 3, 131.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σιδηροῦν θώρακα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β΄, 47, κτλ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει σιδερένιο θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + θώραξ, -ακος (πρβλ. ἀργυροθώραξ)].