Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλαβομάρα: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[παλαβωμάρα]], η<br /><b>1.</b> διανοητική [[ανισορροπία]], [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]], [[λόγος]] ή [[πράξη]], του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, [[ανοησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλαβός]] / [[παλαβώνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μάρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>χαζο</i>-[[μάρα]])].
|mltxt=και δ. γρφ. [[παλαβωμάρα]], η<br /><b>1.</b> διανοητική [[ανισορροπία]], [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]], [[λόγος]] ή [[πράξη]], του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, [[ανοησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλαβός]] / [[παλαβώνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μάρα]] ([[πρβλ]]. [[χαζομάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η
1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα
2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. χαζομάρα)].