παλαβώνω

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

παλαβός
1. κάνω κάποιον παλαβό, ξετρελαίνω
2. γίνομαι παλαβός
3. είμαι παράφορα ερωτευμένος.