συνοριακός: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[σύνορα]] ή αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στα [[σύνορα]], [[μεθοριακός]] («συνοριακά φυλάκια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνορο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[ιακός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[σύνορα]] ή αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στα [[σύνορα]], [[μεθοριακός]] («συνοριακά φυλάκια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνορο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ([[πρβλ]]. [[μεσιακός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].