υπάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, [[παλιοτόμαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[άνθρωπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-[[άνθρωπος]])].
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, [[παλιοτόμαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[άνθρωπος]] ([[πρβλ]]. [[υπεράνθρωπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:06, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, παλιοτόμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + άνθρωπος (πρβλ. υπεράνθρωπος)].