υπόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει [[κάτω]] από το [[σώμα]] του πόδια («[[ἅπαν]] δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς [[πόδας]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει [[κάτω]] από το [[σώμα]] του πόδια («[[ἅπαν]] δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς [[πόδας]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» ([[πρβλ]]. [[πρόπους]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει κάτω από το σώμα του πόδια («ἅπαν δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς πόδας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. πρόπους)].