υποκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[κάπως]] [[επικίνδυνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-[[κίνδυνος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[κάπως]] [[επικίνδυνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] ([[πρβλ]]. [[ἐπικίνδυνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:11, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
1. κάπως επικίνδυνος
2. αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ἐπικίνδυνος)].