μεγαλόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. <i>κραταί</i>-[[πους]])].
|mltxt=[[μεγαλόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. [[κραταίπους]])].
}}
}}

Revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπους Medium diacritics: μεγαλόπους Low diacritics: μεγαλόπους Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: megalópous Transliteration B: megalopous Transliteration C: megalopous Beta Code: megalo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, with large feet, Arist.HA617a26.

German (Pape)

[Seite 107] πουν, gen. ποδος, großfüßig; Schol. Ar. Av. 877; Arist. H. A. 9, 21.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπους: 2, gen. ποδος большеногий, с большими ногами или лапами (sc. ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.

Greek Monolingual

μεγαλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πούς (πρβλ. κραταίπους)].