μαλακόπους: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαλακόπους]], -ουν (Μ, Α [[μαλακαίπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει ανάλαφρο ή [[αργό]] [[περπάτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μαλακόπους]], -ουν (Μ, Α [[μαλακαίπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει ανάλαφρο ή [[αργό]] [[περπάτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. [[μακρόπους]]). Ο τ. [[μαλακαίπους]] πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[κραταίπους]], [[χαλαίπους]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, tenderfooted, Hippiatr.95, 104.
Greek Monolingual
μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)
αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρόπους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους.