μελανοπώγων: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανοπώγων]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. <i>κυανο</i>-[[πώγων]])].
|mltxt=[[μελανοπώγων]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. [[κυανοπώγων]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:16, 8 May 2023

Greek Monolingual

μελανοπώγων, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανοπώγων)].