μουσηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσηγέτης]], δωρ. τ. [[μουσαγέτας]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (για τον Απόλλωνα) ο [[ηγέτης]] τών Μουσών<br /><b>2.</b> [[συνθέτης]] μελωδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγέτας</i> / -[[ηγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-[[ηγέτης]], <i>νυμφ</i>-[[ηγέτης]]].
|mltxt=[[μουσηγέτης]], δωρ. τ. [[μουσαγέτας]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (για τον Απόλλωνα) ο [[ηγέτης]] τών Μουσών<br /><b>2.</b> [[συνθέτης]] μελωδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγέτας</i> / -[[ηγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ιππηγέτης]], [[νυμφηγέτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 9 May 2023

German (Pape)

[Seite 211] ὁ, gew. in dor. Form μουσαγέτης (w. m. s.), vgl. Lob. Phryn. 430.

Greek Monolingual

μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α)
1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών
2. συνθέτης μελωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + -ᾱγέτας / -ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππηγέτης, νυμφηγέτης].