υγροκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει [[ευκοιλιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]]), <b>πρβλ.</b> <i>θερμο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>κοίλιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει [[ευκοιλιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]]), [[πρβλ]]. [[θερμοκοίλιος]], [[μεγαλοκοίλιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:49, 9 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμοκοίλιος, μεγαλοκοίλιος].